- εκκολάπτω
- (AM ἐκκολάπτω)(για πουλιά) προκαλώ την έξοδο τών νεοσσών από τα αβγάνεοελλ.1. (-ομαι) (για πρόσωπα) προγυμνάζομαι, διαμορφώνομαι2. (για κακές πράξεις) ωριμάζω και εμφανίζομαι, συντελούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκκολάπτω — εκκόλαψα, εκκολάφτηκα, μτβ. 1. σπάζω το αβγό για να βγει ο νεοσσός, ξεκλωσώ, βγάζω πουλιά. 2. το μέσ., εκκολάπτομαι, α. (για πτηνά και ψάρια), βγαίνω από το αβγό. β. (για πρόσωπα), μτφ., ασκούμαι, προγυμνάζομαι, διαμορφώνομαι: Στα πανεπιστήμια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκκεκολαμμένα — ἐκκολάπτω erase perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐκκεκολαμμένᾱ , ἐκκολάπτω erase perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐκκεκολαμμένᾱ , ἐκκολάπτω erase perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκεκολαμμένον — ἐκκολάπτω erase perf part mp masc acc sg ἐκκολάπτω erase perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκολάπτει — ἐκκολάπτω erase pres ind mp 2nd sg ἐκκολάπτω erase pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκολάπτουσι — ἐκκολάπτω erase pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκκολάπτω erase pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκολάπτουσιν — ἐκκολάπτω erase pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκκολάπτω erase pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεκόλαπτον — ἐκκολάπτω erase imperf ind act 3rd pl ἐκκολάπτω erase imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκεκολαμμένη — ἐκκολάπτω erase perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκεκολαμμένος — ἐκκολάπτω erase perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκεκολαμμένου — ἐκκολάπτω erase perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)